ταρτάρεος

ταρτάρεος
-έα, -ον, Α
βλ. ταρτάρειος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ταρτάρειος — α, ο / ταρτάρειος, εῑα, ον, ΝΜΑ, και ταρτάριος, ία, ον, ΜΑ, και ταρτάρεος, έα, ον, Α [Τάρταρος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Τάρταρο 2. (κατ επέκτ.) θεοσκότεινος, ζοφερός, τρομερός μσν. ως κύριο όν. Ταρτάριος και Ταρτάρειος (κατά τον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”